μεσόπλευρα

μεσόπλευρα
και μεσοπλεύρια, τα (Α μεσόπλευρα και μεσοπλεύρια)
τα τμήματα που βρίσκονται μεταξύ τών πλευρών
νεοελλ.
εντομολ. ονομασία που χρησιμοποιείται για τμήματα τού μεσοθώρακα τών εντόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. ενός αμάρτυρου επιθ. *μεσόπλευρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μεσοπλεύριος — α, ο, θηλ. και ος (Α μεσοπλεύριος, ον) αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές ή αυτός που αφορά στον χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στις πλευρές (α. «μεσοπλεύριος μυς» β. «μεσοπλεύρια αρτηρία» γ. «μεσοπλεύριο νεύρο» δ. «μεσοπλεύρια νευραλγία») αρχ …   Dictionary of Greek

  • ՄԻՋԱԿՈՂՔ — ( ) NBH 2 0278 Chronological Sequence: 8c գ. μεσοπλεύρα media latera. Միջին կողք. եւ Որ ինչ է ʼի մէջ կողից. *Ի միջակողսն ʼի ներքուստ կուսէ մկունք եւ ախոնդանքն եւ թոքք. Նիւս. բն. ՟Ժ՟Դ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”